τετραγωνικά

τετραγωνικά
τετραγωνικός
of a square
neut nom/voc/acc pl
τετραγωνικά̱ , τετραγωνικός
of a square
fem nom/voc/acc dual
τετραγωνικά̱ , τετραγωνικός
of a square
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετραγωνικάς — τετραγωνικά̱ς , τετραγωνικός of a square fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • στρέμμα — το, ΝΑ [στρέφω] νεοελλ. 1. μετρολ. μονάδα μέτρησης εκτάσεων γης ισοδύναμη με 1.000 τετραγωνικά μέτρα 2. φρ. «παλαιό στρέμμα» μονάδα επιφάνειας ίση με 1.270 τετραγωνικά μέτρα αρχ. 1. συνεστραμμένο κλώσμα, κλωστή («στυππίου στρέμμα», ΠΔ) 2. πίτα ή… …   Dictionary of Greek

  • τσινγκ — (I) το, Ν άκλ. μετρολ. κινεζική μονάδα επιφάνειας ισοδύναμη με 11,26 τετραγωνικά μέτρα. (II) το, Ν άκλ. μετρολ. κινεζική μονάδα επιφάνειας ισοδύναμη με 6.754 τετραγωνικά μέτρα …   Dictionary of Greek

  • άκαινα — ἄκαινα, η (AM) 1. μυτερό όργανο, βουκέντρα 2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια μσν. μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και… …   Dictionary of Greek

  • ανισοτροπία — Όρος της φυσικής που σημαίνει μεταβολή των φυσικών ιδιοτήτων (μηχανικών, θερμικών, οπτικών, μαγνητικών και ηλεκτρικών) μιας ουσίας, ανάλογα με τη διεύθυνση κατά την οποία αυτή εξετάζεται. Η φυσική α. είναι η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα των… …   Dictionary of Greek

  • βατσέλι — το (Μ βατσέλι[ν]) λεκάνη (συνήθως χάλκινη) νεοελλ. 1. δίσκος 2. δοχείο για νερό 3. μέτρο χωρητικότητας δημητριακών 4. μέτρο έκτασης αγρών ίσο με 1.214 τετραγωνικά μέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vascello «πλοίο (πολεμικό)»] …   Dictionary of Greek

  • εμβαδόν — Η επιφάνεια ενός χώρου, καθώς και ο αριθμός που εκφράζει την έκταση αυτής της επιφάνειας. Η έννοια του ε. προέρχεται από την υπόθεση που υπαγορεύει ότι δύο τμήματα δύο επιφανειών, που διαφέρουν στο σχήμα, μπορεί να έχουν την ίδια έκταση. Έτσι,… …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”